- Σιδωνίας
- Сидонии
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Σιδωνιάς — Σιδών men of Sidon fem nom sg Σιδωνιάς men of Sidon fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιδωνίας — Σῑδωνίᾱς , Σιδών men of Sidon fem acc pl Σῑδωνίᾱς , Σιδών men of Sidon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιδόνιος — και μτγν. τ. Σιδώνιος, ία, ον, και ιων. τ. θηλ. Σιδονίη, και τ. θηλ. Σιδωνιάς, άδος, Α [Σιδών, ῶνος] 1. ο κάτοικος τής Σιδώνας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιδώνα 2. το θηλ. ἡ Σιδονία και Σιδονίη (ενν. γῆ) η χώρα τών Σιδονίων, η Σιδώνα … Dictionary of Greek